φασίμετρο

φασίμετρο
Όργανο μέτρησης διαφορών φάσης μεταξύ περιοδικών ηλεκτρικών μεγεθών με την ίδια συχνότητα. Βλ. λ. φάση. Φασίμετρο: με το όργανο αυτό μετριέται το συνημίτονο της γωνίας, η οποία σχηματίζεται από τα ανύσματα του ηλεκτρικού ρεύματος και της φάσης. 1. Mε ένα φορτίο αντίστασης (ηλεκτρική θερμάστρα) η τάση και το ρεύμα στο δίκτυο βρίσκονται σε φάση. 2. Αν στο δίκτυο παρεμβληθεί ένα επαγωγικό φορτίο (κινητήρας), δημιουργείται μια διαφορά φάσης, η οποία προκαλεί απώλεια ενέργειας κατά μήκος της ηλεκτρικής γραμμής. 3. Για να εκμηδενιστεί αυτή η διαφορά φάσης παρεμβάλλεται μεταξύ των δύο αγωγών ένας συμπυκνωτής κατάλληλης χωρητικότητας.
* * *
και φασεόμετρο, το, Ν
(ηλεκτρολ.) όργανο κατάλληλο για την μέτρηση τής διαφοράς φάσεως μεταξύ δύο ηλεκτρικών περιοδικών φαινομένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phasemeter (< φάση + μετρό)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φάση — Στη χημεία είναι οποιοδήποτε ομογενές μέρος ενός συστήματος, δηλαδή με τις αυτές φυσικές και χημικές ιδιότητες σε κάθε σημείο του, και φυσικά, διακριτό ώστε να διαχωρίζεται από τα άλλα μέρη του συστήματος από σαφώς καθορισμένες οριακές επιφάνειες …   Dictionary of Greek

  • φασεόμετρο — το, Ν βλ. φασίμετρο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”